Κηφέως

Κηφέως
Κηφέω̆ς , Κηφεύς
masc gen sg
Κηφεύς
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κασσιόπεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Αραβίας Κηφέα και μητέρα της Ανδρομέδας. Αναφέρεται και ως Κασσιόπη, Κασσιέπεια και Κασσώπη. 2. Κόρη του Άραβα. Παντρεύτηκε τον Φοίνικα και μαζί του απέκτησε τον Φινέα, τον Κίλικα, τον… …   Dictionary of Greek

  • κηφείδες — (Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν …   Dictionary of Greek

  • CEPHENES — Aethiopiae populi. Herodot. et Ovid. Met. l. 3. v. 1. Dumque ea Cephenum medio Danaetus beros Agmine commemorat. Graece Κηφην̑ες, a Cepheo, quem Beli filium et Aethiopiae Regem esse Veterum quidam prodidêre. Scholiastes Germanici, Cepheus fuit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κηφέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Κηφήνων, που ταυτίζονται από την παράδοση με τους Αιθίοπες, τους Πέρσες ή τους Χαλδαίους. Ζούσε ευτυχισμένος με την όμορφη σύζυγό του, Κασσιόπη, και την κόρη του, Ανδρομέδα, όταν ο Ποσειδώνας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”